Κρητικές μαντινάδες από τον παππού και τη γιαγιά
Δίπλα θα πάρω τα βουνά
να βγω στον Ψηλορείτη να καμαρώσω από εκεί την ομορφιά σου Κρήτη |
Κρήτη τα παλικάρια σου
μην τ' αλαργοξορίζεις η ξενιτιά τα χαίρεται μα εσύ τα λαχταρίζεις |
Κλαίω κρυφά γιατί κανείς
δε θέλω να το μάθει πως εξανανεώσανε τα παιδικά μου πάθη |
Ξεράθηκε ο βασιλικός
που είχαμε ομάδι γιατί δεν τον επότιζες κάθε πρωί και βράδυ |
Πλατύφυλλε βασιλικέ
με τα 40 φύλλα όλοι σε τριγυρύσανε μα εγώ πάλι σε πήρα |
Η νύχτα με παρηγορεί
που θέτω και κοιμούμαι γιατί τη μέρα δε μπορώ γιατί σ' ανιστορούμαι |
Η νύχτα είναι βάσανο
για ΄κείνους π' αγαπούνε θεέ μου και πως την επαιρνούν χωρίς να κοιμηθούνε |
Πόσα παράξενα θωρρεί
ο ήλιος την ημέρα και το φεγγάρι την αυγή κι ο λύχνος από σπέρας |
Το χείλι σου το κόκκινο
ήθελα να φιλήσω μα κείνο στάζει το κρασί φοβούμαι μη μεθύσω |
Μέσα στο κοκλιομπάντουρο
έκτισα τον οντά μου να βάλω τη γυναίκα μου και τα πεθερικά μου |
Αύριο θα μισέψω εγώ
κι έβγα κι εσύ στο δώμα και πές μου άμε στο καλό με το γλυκύ σου στόμα |
Ο κάτω κόσμος είν' κακός
γιατί δεν ξημερώνει γιατί δεν κράζει πετεινός δεν κελαηδεί αηδόνι |
Μια χάρη μόνο σου ζητώ
κια θέλεις να την κάμεις να έχομ' ένα όνομα με κείνη που θα πάρεις |
Μικρή μικρή σ' αγάπησα
μεγάλη δε σε πήρα να μ' αξιώσει ο θεός και να σε πάρω χείρα |
Τώρα το φέραν οι καιροί
ν' αφήνουνε πλεξούδες κι οι άνρες τα μουστάκια τους κι ας είναι σαν αρκούδες |
Ο δυστυχής τον πόνο του
έχει για μεγαλείο κι αν του προσφέρεις τη χαρά την παίρνει για αστείο |
Ποιος ουρανός, ποια θάλασσα
ποια βρύση θολωμένη θα μου τη σβήσει τη φωτιά που μού'χεις αναμμένη; |
Ένας καινούριος άνεμος
φύσηξε στην καρδιά μου να μου γιατρέψει τις πληγές που μ' άνοιξες κυρά μου |
Αν μ' αγαπάς κι είν' όνειρο
ποτέ να μην ξυπνήσω με τη γλυκάδα τ' όνειρου θέλω να ξεψυχήσω |
Τα δυο σου μάτια έχουνε
της θάλασσας το χρώμα και του μελιού τη νοστιμιά το όμορφό σου στόμα |
Στον ουρανό κι αν ανεβείς
στα νέφη κι αν κοιμάσαι φτερά κι αν κάνεις να πετάς πάλι δικιά μου θα' σαι |