Κριτική στο νόμο: "Διασφάλιση της ποιότητας στην Ανώτατη εκπαίδευση. Σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων-Παράρτημα διπλώματος" ή αλλιώς Αξιολόγηση
Εδώ και χρόνια έχει ξεκινήσει μια προσπάθεια οικειοποίησης του πανεπιστημίου από τον αστικό συνασπισμό εξουσίας, στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, Η τριτοβάθμια εκπαίδευση μετατρέπεται σε λαμπρό επενδυτικό πεδίο, τόσο με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, όσο και με τη μετάλλαξη των δημόσιων σε μονάδα παραγωγής α)έρευνας για τις ανάγκες τις αγοράς και β) απόφοιτων που θα είναι υπερεξειδικευμένοι, καταρτισμένοι αναλώσιμοι για τις επιχειρήσεις, θα παράγουν περισσότερα και θα διεκδικούν λιγότερα. Αυτή η πολιτική συνομολογήθηκε από τα κράτη-μέλη της ΕΕ με τη διακήρυξη της Μπολόνια και συμπυκνώθηκε σε λέξεις όπως «ευελιξία», «κινητικότητα», «απασχολησιμότητα» κλπ. Δηλαδή κατακερματισμός γνωστικών αντικειμένων, εξατομίκευση πτυχίων, δύο κύκλοι σπουδών, «δια βίου εκπαίδευση» (a.k.a επανακατάρτιση), εντατικοποίηση σπουδών. Έτσι αυξάνεται η αποδοτικότητα του εργαζομένου, άρα και η σχετική υπεραξία που παράγει, ενώ παράλληλα σκληραίνει ο ρόλος του πανεπιστημίου ως ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους, καθώς ο φοιτητής εμπεδώνει τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, τους εντατικούς ρυθμούς δουλειάς και ταυτόχρονα απομακρύνεται από την ολόπλευρη γνώση, την κριτική σκέψη, στερείται τον ελεύθερο χρόνο και την καλλιέργεια, χωρίς να αμφισβητεί τίποτα.
Κάτω από αυτό το πρίσμα προσεγγίζουμε το πρώτο μέρος του νόμου για τη «Διασφάλιση της ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση», το οποίο υλοποιεί επί της ουσίας το μηχανισμό πειθάρχησης των ιδρυμάτων στις παραπάνω κατευθύνσεις –κάτι που φαίνεται από τα όσα λέει αλλά και από όσα δε λέει ο νόμος. Πιο συγκεκριμένα μπορούμε να διακρίνουμε το περιεχόμενο της κριτικής μας στους παρακάτω άξονες:
1. Κριτική αρχών στην έννοια της «αξιολόγησης του έργου των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης για τη διασφάλιση της ποιότητας της έρευνας των σπουδών και λοιπών υπηρεσιών». (Αρθ1 παρ1). Από την αρχή του νόμου εισάγεται η αγοραία τεχνοκρατική αντίληψη που θεωρεί ότι η γνώση πρέπει να τυποποιηθεί, και να υποστεί ποιοτικό έλεγχο. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, η γνώση τεμαχίζεται και κάθε κομματάκι αποτιμάται σε πιστωτικές μονάδες. Καταργείται έτσι κάθε έννοια ενιαιότητας μιας επιστήμης. Επίσης μία επιστήμη που μπορεί να χωρίζεται σε διαφορετικά ρεύματα σκέψης, είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να τυποποιηθεί – πράγμα απαραίτητο για να γίνει αξιολόγηση της παρεχόμενης γνώσης, ιδιαίτερα με βάση τα κριτήρια που υιοθετεί η κυβέρνηση.
2. Αρ3. «Κριτήρια και δείκτες της αξιολόγησης». Μεταξύ άλλων αναφέρονται τα εξής: «Για την αξιολόγηση της ποιότητας και αποτελεσματικότητας της έρευνας και διδασκαλίας, των σπουδών και λοιπών υπηρεσιών […] χρησιμοποιούνται γενικώς αναγνωρισμένα και αντικειμενικά κριτήρια […]. Τα κριτήρια και οι δείκτες της αξιολόγησης είναι ιδίως:
α)η ποιότητα της διδακτικής διαδικασίας, η οργάνωση και εφαρμογή του διδακτικού έργου[….] τα εκπαιδευτικά βοηθήματα, τα μέσα και οι υποδομές, η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, […] η κινητικότητα του διδακτικού προσωπικού και των φοιτητών ή σπουδαστών.
Εδώ λοιπόν διατυπώνεται ξεκάθαρα η νεοφιλελεύθερη αντίληψη που θεωρεί ότι το ζήτημα της εκπαίδευσης είναι αντικειμενικό ή ζήτημα «κοινής λογικής». Αντίθετα, τα κριτήρια είναι κατ’ αρχήν πολιτικά. Αυτό φαίνεται απ’ το ότι πριμοδοτείται η κινητικότητα φοιτητών και καθηγητών. Κάτι τέτοιο πλήττει και τη μονιμότητα των μελών ΔΕΠ ως προϋπόθεση για αξιοπρεπείς συνθήκες δουλείας και καλύτερη αφιέρωση στο έργο τους. Ενώ είναι προφανές ότι το σταθερό ακαδημαϊκό περιβάλλον και η ενότητα ενός προγράμματος σπουδών θεωρούνται αναχρονιστικά σε σχέση με την κινητικότητα των φοιτητών. Σ’ ότι αφορά βέβαια τη σχετική ασάφεια αυτών των διατυπώσεων, αυτή δε μπορεί παρά να μας ανησυχεί περισσότερο. Με τα νέα δεδομένα οποιαδήποτε διαδικασία όπως είναι οι συνελεύσεις και οι καταλήψεις κρίνεται ότι παρεμποδίζει την εφαρμογή και την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, άρα αρνητικό δείκτη για την αξιολόγηση. Επίσης φαίνεται και η υποκρισία της κυβέρνησης σχετικά με τις υποδομές και τις νέες τεχνολογίες, αφού θέλει να αξιολογήσει τα ήδη υποβαθμισμένα, λόγω φυσικά της δικής της αδιαφορίας απέναντι στο αίτημα για επαρκή χρηματοδότηση.
β) η αποτελεσματικότητα του ερευνητικού έργου
Πως μπορεί αυτή να μετρηθεί; Προφανώς από το κατά πόσο παράγει προϊόντα προς πώληση ή προς αξιοποίηση στην αγορά. Έτσι τίθεται σε δεύτερη μοίρα η βασική έρευνα γύρω από πιο θεωρητικά ζητήματα, πράγμα όμως που είναι απαραίτητο για την πρόοδο των επιστημών.
γ) ο βαθμός ανταπόκρισης του προγράμματος σπουδών στους στόχους της ακαδημαϊκής μονάδας και στις απαιτήσεις της κοινωνίας.
Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι στόχοι και οι απαιτήσεις της κοινωνίας; Αυτή η ασάφεια δίνει λευκή επιταγή στον κάθε αξιολογητή να θεωρήσει, αν θέλει, τις εφήμερες απαιτήσεις της αγοράς ως κριτήριο. Επίσης απαίτηση μπορεί να θεωρηθεί και η εξειδίκευση του προγράμματος σπουδών.
δ) οι υπηρεσίες φοιτητικής μέριμνας
Εδώ η κυβερνητική υποκρισία ξεπερνά τα όρια, καθώς παρουσιάζει την αξιολόγηση ως μέσο για την καταγραφή των ελλείψεων και των προβλημάτων. Στην πραγματικότητα όμως, η κυβέρνηση ξέρει πολύ καλά τις τεράστιες ελλείψεις της φοιτητικής μέριμνας και συνειδητά τις εντείνει, μειώνοντας τη χρηματοδότηση και αδιαφορώντας χρόνια τώρα στα αιτήματα του φοιτητικού κινήματος για δωρεάν φοιτητική μέριμνα.
3.Αρθ1, παρ3 « Η αξιολόγηση είναι δυνατόν να έχει ως αυτοτελές αντικείμενο τα προγράμματα προπτυχιακών ή μεταπτυχιακών σπουδών»
4.Αρθ2, παρ4 «Τις διαδικασίες αξιολόγησης συντονίζει και υποστηρίζει σε εθνικό επίπεδο η ανεξάρτητη διοικητική αρχή με την επωνυμία Αρχή ΔΙασφάλισης Ποιότητας (Α.ΔΙ.Π).
Αρθ11 παρ1 « Η Α.ΔΙ.Π συγκροτείται από 15 μέλη, τα οποία διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας» μεταξύ των οποίων, ένας φοιτητής και ένας σπουδαστής που υποδεικνύονται από την ΕΦΕΕ και την ΕΣΕΕ.
Εδώ αποκαλύπτεται ο πυρήνας της κυβερνητικής πολιτικής που είναι η αλλαγή των προγραμμάτων σπουδών προς την εξειδίκευση και τους δύο κύκλους σπουδών. Αυτό θα γίνεται ύστερα από γνωμοδότηση «ανεξάρτητων» εμπειρογνωμόνων, τους οποίους υποδεικνύει η Α.ΔΙ.Π. Και εδώ προκύπτουν τα εξής ερωτήματα: Κατά πόσο ανεξάρτητοι μπορεί να είναι αυτοί οι εμπειρογνώμονες; Με ποιον τρόπο μπορούν αυτοί να ελεγχθούν από φοιτητές και καθηγητές; Μάλλον με κανένα, αφού έτσι κι αλλιώς οι αξιολογητές θα είναι ανεξάρτητοι, αδιάφθοροι, εμπειρογνώμονες-αυθεντίες που δε θα αμφισβητούνται αλλά τουλάχιστον θα λαμβάνουν υπ’ όψη την έκθεση εσωτερικής αξιολόγησης που συντάσσει η ΜΟνάδα ΔΙασφάλισης Ποιότητας (ΜΟ.ΔΙ.Π). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι και στην Α.ΔΙ.Π. και στη ΜΟ.ΔΙ.Π. θα συμμετέχει μόνο ένας φοιτητής ή σπουδαστής, που θα ανήκει εκτός απροόπτου στις κυβερνητικές παρατάξεις, ΔΑΠ και ΠΑΣΠ.
5.Αρθ1, παρ4 «Οι διαδικασίες αξιολόγησης που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού δεν μπορούν να υποκατασταθούν από άλλες μορφές διασφάλισης και βελτίωσης της ποιότητας που δεν προβλέπονται απ’ τις διατάξεις του».
Μ’ αυτόν τον τρόπο παρακάμπτεται οποιαδήποτε μορφή κοινωνικού ελέγχου των ιδρυμάτων από τους συλλόγους των φοιτητών ή των μελών ΔΕΠ. Για παράδειγμα τυχόν απόφαση ενός φοιτητικού συλλόγου για την αντικατάσταση ενός βιβλίου, την συμμόρφωση ενός καθηγητή που αυθαιρετεί ή για την κατάργηση ενός μέτρου που εντατικοποιεί τις σπουδές δε θα μπορεί να υποκαθιστά τις νόμιμες διαδικασίες. Έτσι η ενοχλητική για το υπουργείο φοιτητική αριστερά τίθεται στο περιθώριο χωρίς να έχει δικαίωμα αμφισβήτησης των αποφάσεών τους.
6. Αρθ9, παρ2 « […]Με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης λαμβάνονται από τα ιδρύματα και την πολιτεία τα αναγκαία μέτρα διασφάλισης και βελτίωσης της ποιότητας του έργου που επιτελούν τα ιδρύματα. Η έκθεση εξωτερικής αξιολόγησης διαβιβάζεται στη ΜΟ.ΔΙ.Π. του ιδρύματος και μέσω αυτής στην Α.ΔΙ.Π., η οποία φροντίζει για τη δημοσιοποίησή της».
Με τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης υλοποιείται ίσως η θεμελιώδης αποστολή της. Οι σχολές ακόμα κι αν καλύπτουν το ίδιο γνωστικό αντικείμενο θα κατατάσσονται ανάλογα με τις επιδόσεις τους στους αντίστοιχους δείκτες και έτσι θα καταλήξουμε σε τμήματα, άρα και σε πτυχία πολλών ταχυτήτων. Έτσι κάθε σχολή θα πρέπει να ανταποκρίνεται στα αγοραία κριτήρια της αξιολόγησης προκειμένου να μην θεωρηθούν υποβαθμισμένες. Και προπαντός θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις και να παίρνει τα «αναγκαία μέτρα» ώστε να ανεβάζει το επίπεδό της. Το ποια θα είναι αυτά τα αναγκαία μέτρα είναι κάτι που δε διευκρινίζεται σε κανένα σημείο του νόμου και μάλλον επαφίεται στην αλάνθαστη κρίση των ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων.
Φαίνεται λοιπόν ότι η έννοια της ποιότητας δεν είναι και τόσο αθώα ούτε το περιεχόμενό της είναι αντικειμενικό. Αντίθετα περικλείει συγκεκριμένη πολιτική επιλογή και αντίληψη για την εκπαίδευση. Τα όσα διαπιστώσαμε παραπάνω έχουν μεγάλο ενδιαφέρον αν συνδυαστούν και τον υπόλοιπο νόμο γιατί έτσι φαίνεται πιο γλαφυρά σε ποιο πλαίσιο και προς ποια κατεύθυνση θα διενεργείται η αξιολόγηση.
Αναλύοντας τα άρθρα για το «σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων-παράρτημα διπλώματος», τα οποία αποτελούν ιδιαίτερο κομμάτι του νόμου, φαίνεται ότι υλοποιεί ουσιαστικά σημαντικές πτυχές των κατευθύνσεων της Μπολόνια, όπως οι δύο κύκλοι σπουδών κλπ. Πιο συγκεκριμένα βλέπουμε τα εξής:
Αρθρο 14. Σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων
1. «Τα προγράμματα προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης οργανώνονται με βάση το σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων»
Με αυτό το σύστημα επιχειρείται να τυποποιηθεί η γνώση, πράγμα το οποίο είναι αδύνατο όπως είπαμε, από θέσεις αρχής.
2. «Το σύστημα μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων είναι ένα σύστημα περιγραφής των προγραμμάτων σπουδών των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης με την απόδοση πιστωτικών μονάδων στα στοιχεία που το συνθέτουν. Οι πιστωτικές μονάδες εκφράζουν το φόρτο εργασίας που απαιτείται για την ολοκλήρωση των στόχων ενός ακαδημαϊκού προγράμματος από κάθε φοιτητή ή σπουδαστή.»
3. «Ο φόρτος εργασίας περιλαμβάνει το χρόνο που απαιτείται για την ολοκλήρωση όλων των προγραμματισμένων δραστηριοτήτων μάθησης, στο πλαίσιο ενός ακαδημαϊκού προγράμματος σπουδών, όπως η παρακολούθηση παραδόσεων, σεμιναρίων, η ανεξάρτητη μελέτη, η προετοιμασία εργασιών, η πρακτική άσκηση, η συμμετοχή στις εξετάσεις, η εκπόνηση της διπλωματικής εργασίας.»
Εδώ πραγματοποιείται μια κατάφορη κατάργηση βασικών ακαδημαϊκών αρχών, καθώς αυτή η τυποποίηση των δεξιοτήτων και γνώσεων που παίρνει ένας/μία φοιτητής/τρια γίνεται με βάση το χρόνο που χρειάζεται να δαπανήσει προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές του, και όχι με βάση τον όγκο της γνώσης και τη σπουδαιότητα κάθε μαθήματος ξεχωριστά που περιλαμβάνει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα σπουδών ενός γνωστικού αντικειμένου. Από πότε μπορεί να μετρηθεί και να μπει σε καλούπι ο χρόνος που διαθέτει ο κάθε φοιτητής και η κάθε φοιτήτρια για ανεξάρτητη μελέτη ή για εκπόνηση εργασιών; Από τη στιγμή φυσικά που ο κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικές δυνατότητες στο ρυθμό μάθησης αλλά και διαφορετική ζωή. Κάτι τέτοιο, εκτός από αντι-επιστημονικό, είναι και αντιδραστικό, καθώς ανάγει το βαθμό εντατικοποίησης των σπουδών σε βασικό κριτήριο αναγνώρισης της γνώσης που παρέχεται απ’ τα ιδρύματα.
4. «Ο φόρτος εργασίας για κάθε φοιτητή ή σπουδαστή πλήρους φοίτησης κατά τη διάρκεια ενός ακαδημαϊκού έτους αποτιμάται σε εξήντα πιστωτικές μονάδες. Ο φόρτος εργασίας αποτιμάται ανά εξάμηνο σε τριάντα πιστωτικές μονάδες και ανά τρίμηνο σε είκοσι πιστωτικές μονάδες. Αρμόδια για την αντιστοίχηση του φόρτου εργασίας ανά μάθημα είναι τα συλλογικά όργανα διοίκησης των ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.»
Στο άρθρο 15 επίσης αναφέρεται ότι:
«Στο παράρτημα δε γίνονται αξιολογικές κρίσεις και δεν υπάρχουν δηλώσεις ισοτιμίας ή αντιστοιχίας ή προτάσεις σχετικά με την αναγνώριση του τίτλου στο εξωτερικό.»
Παρ’ όλα αυτά στο εξωτερικό τα τριετή bachelor μηχανικού αποτιμώνται σε 300 πιστωτικές μονάδες. Αν ένα ακαδημαϊκό έτος αποτιμάται σε 60 πιστωτικές μονάδες όπως αναφέρει ο νόμος, τότε ένα 5ετές δίπλωμα μηχανικού από πολυτεχνείο της Ελλάδας θα αποτιμάται σε 5 * 60= 300 πιστωτικές μονάδες. Αυτό το παράδειγμα δείχνει πως περνάει από την πίσω πόρτα η ισοτίμηση των πτυχίων μας με bachelor και κατ’ επέκταση οι δύο κύκλοι σπουδών. Άρα καταλήγουμε σε έμμεσες δηλώσεις ισοτιμίας, αρκεί ο αναγνώστης του παραρτήματος διπλώματος κάνει τις απαραίτητες πράξεις.
5. «Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δε θίγουν τις ισχύουσες διατάξεις για τις διδακτικές μονάδες των μαθημάτων και τον αριθμό διδακτικών μονάδων που απαιτούνται σύμφωνα με το πρόγραμμα σπουδών για τη λήψη του πτυχίου.
Άρθρο 15: Παράρτημα διπλώματος
1. Το παράρτημα διπλώματος είναι ένα επεξηγηματικό έγγραφο το οποίο δεν υποκαθιστά τον επίσημο τίτλο σπουδών […] και παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη φύση, το επίπεδο, το γενικότερο πλαίσιο εκπαίδευσης, το περιεχόμενο και το καθεστώς σπουδών […].»
Εδώ πλέον έχουμε να κάνουμε ή με κοροϊδία ή με ηλιθιότητα της κυβέρνησης, αφού μ’ αυτόν τον τρόπο ο ρόλος του διπλώματος θα έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα, καθώς η μελλοντική εργοδοσία θα παίρνει τις πληροφορίες της από το παράρτημα διπλώματος, το οποίο θα εξατομικεύει πλέον το πτυχίο, σε συνδυασμό μάλιστα και με τυχόν παροχή πιστωτικών μονάδων από ΙΔΒΕ. Έτσι τα τωρινά ενιαία πτυχία, δεν υποκαθίστανται –όπως μας καθησυχάζει ο νόμος- αλλά θα υποβαθμίζονται και θα απαξιώνονται. Όσο για το ότι δε θίγονται οι διδακτικές μονάδες και το πρόγραμμα σπουδών, αυτό αναιρείται κατευθείαν από το άρθ1, παρ3 που αναφέρει ότι: «Η αξιολόγηση είναι δυνατόν επίσης να έχει ως αυτοτελές αντικείμενο τα προγράμματα σπουδών». Η δε ακαδημαϊκή και διοικητική αυτοτέλεια των ιδρυμάτων συμπιέζεται ακόμα περισσότερο με τα
Αρθ14 παρ4: «Αρμόδια για την αντιστοίχηση του φόρτου εργασίας (σ.σ. πιστωτικών μονάδων) ανά μάθημα είναι τα συλλογικά όργανα διοίκησης» και παρ6: «με απόφαση του ΥΠΕΠΘ ρυθμίζονται ζητήματα που αφορούν στην εφαρμογή του συστήματος μεταφοράς και συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων» καθώς αποδίδει στα όργανα συνδιοίκησης τον διεκπεραιωτή των τετελεσμένων αποφάσεων του υπουργείου.
Έχοντας στα χέρια μας τον νόμο για Διασφάλιση της Ποιότητας στην ανώτατη εκπαίδευση επιβεβαιώνουμε όσα υποστηρίζαμε χρόνια τώρα από τη διακήρυξη της Μπολόνια. Επίσημα πια η νεοφιλελεύθερη εκπαιδευτική πολιτική στην ανώτατη εκπαίδευση αποκτά θεσμική υλικότητα. Η διαδικασία της αξιολόγησης ανοίγει τον δρόμο στην επιχειρηματική αγορά και το κράτος, να καθορίσει εξ ολοκλήρου και να υποτάξει το εκπαιδευτικό σύστημα Επίσης παρατηρείται μια σκλήρυνση του ρόλου του πανεπιστημίου ως ιδεολογικός μηχανισμός πειθάρχησης και αποδοχής του κοινωνικού status quo από τις αυριανές εργαζόμενες και εργαζομένους. Θεωρούμε λοιπόν πως το πρόβλημα του νόμου δεν έγκειται απλά σε συγκεκριμένες διατυπώσεις ή σε ελλείψεις διαχειριστικού ή διοικητικού χαρακτήρα, αλλά εντοπίζεται στο γενικό πνεύμα που τον διακατέχει εξ ολοκλήρου -πνεύμα που πηγάζει από την καρδιά της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Το ζήτημα λοιπόν είναι η ουσιαστική καθολική κατάργησή του.